τσάπισμα

τσάπισμα
το, Ν [τσαπίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαπίζω, σκάλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσάπισμα — το, ατος το σκάψιμο με τσάπα ή με τσαπί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάλισμα — το, ατος 1. τσάπισμα, ελαφρό σκάψιμο: Ο κήπος θέλει σκάλισμα. 2. σμίλευση, λάξεμα. 3. διερεύνηση, ψάξιμο. 4. ανακίνηση κάποιου ζητήματος: Τον στενοχωρεί το σκάλισμα των περασμένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”